αυθάδεια

αυθάδεια
η (AM αὐθάδεια) [αυθάδης]
θράσος
αρχ.
1. ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα
2. σκληρότητα ή τραχύτητα χαρακτήρα
3. (για έργα τέχνης) εκφραστική ακαμψία, τραχύτητα
4. αλαζονεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αὐθαδείᾳ — αὐθαδείᾱͅ , αὐθάδεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθάδεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθαδείας — αὐθαδείᾱς , αὐθάδεια fem acc pl αὐθαδείᾱς , αὐθάδεια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθαδείαι — αὐθαδείᾱͅ , αὐθάδεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθαδείαις — αὐθάδεια fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθαδείῃ — αὐθάδεια fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθαδίαις — αὐθάδεια fem dat pl αὐθαδία wilfulness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθάδειαι — αὐθάδεια fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθάδειαν — αὐθάδεια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υβριστικός — ή, ό / ὑβριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑβρίζω] (για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν. γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”